- παρεκδύομαι
- παρεκ-δύομαι, [voice] Pass. with [tense] aor. 2 [voice] Act.,A slip out secretly, Luc.JTr.41.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρεκδύομαι — Α εξέρχομαι και φεύγω κρυφά, γλιστρώ κρυφά, ξεγλιστρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐκδύω «ξεφεύγω»] … Dictionary of Greek
παρέκδυσις — εως, ἡ, Α [παρεκδύομαι] η παρείσδυση … Dictionary of Greek